- ανακάλεμα
- και -κάλεσμα ή -κάλημα, το1. το να καλεί κανείς κάποιον μεγαλόφωνα, φωναχτά2. αναγγελία, διακήρυξη3. θρήνος, οδυρμός, μοιρολόι4. επίκληση όρκου, υποσχέσεως ή ομολογίας5. ανάμνηση, αναπόληση.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανακάλεμα < ανακαλώ. Οι τ. ανακάλεσμα, ανακάλημα απαντούν προγέστερα και ως ανακάλεσμαν, ανα-κάλημαν < ἀνακαλῶ. Πρβλ. μσν. ἀνάκλημα «θρήνος»].
Dictionary of Greek. 2013.